κοιλεντερωτά ή κοιλεντερόζωα — Παλαιά ονομασία του φύλου των κνιδοζώων. Βλ. λ. κνιδόζωα … Dictionary of Greek
γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… … Dictionary of Greek
κοιλέντερο — το (Μ κοιλέντερον) νεοελλ. ζωολ. η μοναδική κοιλότητα που υπάρχει μέσα στο σώμα τών κνιδοζώων και στην οποία αυτά οφείλουν και την άλλη ονομασία τους, δηλ. κοιλεντερόζωα ή κοιλεντερωτά μσν. έντερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + έντερον. Ως νεοελλ.… … Dictionary of Greek
αδαία βαθμίδα — H ζώνη που εκτείνεται σε βάθη μεγαλύτερα από 6.000 7.000 μ. Ονομάστηκε α. από τον Bruun (1956) και ο όρος διατηρήθηκε από τους μεταγενέστερους μελετητές. H α.β. εντοπίζεται σε στενές, επιμήκεις καταβυθίσεις. Τέτοιες καταβυθίσεις βρίσκονται στον… … Dictionary of Greek
αιώνες, γεωλογικοί — Η ιστορία της Γης διαιρείται σε πέντε αιώνες: (α) αρχαϊκόςαρχαιοζωικός (που περιλαμβάνει και τον προτεροζωικό, ορισμός που δεν επικράτησε τελικά), (β) πρωτογενήςπαλαιοζωικός, (γ) δευτερογενήςμεσοζωικός, (δ) τριτογενήςκαινοζωικός, (ε) τεταρτογενής … Dictionary of Greek
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek
ορθονήκτες — Η μοναδική τάξη της υφομοταξίας των πλανουλοειδών, που περιλαμβάνει κοιλεντερόζωα τα οποία εμφανίζουν εναλλαγή γενών. Αποτελούνται δηλαδή από αρσενικά και θηλυκά ή ερμαφρόδιτα άτομα, που ζουν ελεύθερα και παράγονται από αγαμέτες … Dictionary of Greek